Το αίμα




Ηταν μόνη της .
 Δεν άντεχε τις ώρες που έπεφτε ο ήλιος και άρχιζε το σούρουπο.
Δεν την χώραγε το σπίτι ,ηθελε κάπου να πάει μέχρι να έλθει η ώρα του ύπνου.
Αυτός δούλευε πολύ μακριά , θα γύριζε μετά από πολλούς μήνες.
Ανυπόφορα τα βράδυα .
Την ημέρα δεν καταλάβαινε  πως περνούσε .
Ολη μέρα στα χωράφια και στα ζωντανά.
Πήρε τα δύο μικρά  της και πήγε στους δίπλα.
Κάθησαν γύρω από την  φωτιά  ολοι.
Τα παιδιά έπαιζαν και μάλωναν .
Το  ζευγάρι άρχισε να λογοφέρνει .
Ενοιωσε άσχημα κάτι είπε ,κάτι πήγε να πεί για να τους τα φτιάξει. 
Δεν ήθελε να πάρει τα μικρά της και φύγει έτσι από το ξένο σπίτι.
Προσπάθησε να τους ηρεμήσει ομως δεν πρόλαβε και δεν μπορούσε.
Σηκώθηκε το χέρι  του και βαρύ έπεσε στο πρόσωπο της φίλης της.
Το πρόσωπο γέμισε αίματα,μάλλον από την μύτη που άνοιξε.
Τα μικρά τρόμαξαν ,κούρνιασαν κοντά της  .
Η θέα του ματωμένου προσώπου, η προσπάθεια της γυναίκας να προφυλαχθεί  απ΄τα αλλα χτυπήματά του.
Εκλαιγαν ,  μάνα να φύγουμε ,φοβόμαστε , είπαν. Ετρεμαν.
Ο άνδρας που δέρνει η πρώτη εμπειρία τους.
Η γυναίκα που κάθεται ανήμπορη και παθητική  να εισπράξει ολο το κτήνος .
Σαν κάτι φυσικό και κανονικό.
Σηκώθηκε τα πήρε από το χέρι και  έφυγε σιωπηλά.
Δεν μπόρεσε  ουτε τα αίματα της φίλης της να σκουπίσει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ