ΑΡΗΣ


















Το εργατοχώρι των Μεταλλίων  στην άκρη της Αργολικής παραλίας έσφυζε από ζωή στα χρόνια εκείνα.


Πλήρης ταξική διαμόρφωση των κατοικιών και των ενοίκων τους. Δίπατα και περιποιημένα για τους μηχανικούς και τους ημέτερους της διοίκησης ,ισόγεια  χαμόσπιτα  στη σειρά για την εργατιά.

Ομως αυτό δεν  εμπόδιζε και πολύ   την καθημερινή   ώσμωση  όλων με όλους.

Υπήρχε βέβαια και ένα λίγο γκετοποιημένο κομμάτι ,οι κατοικίες των πομάκων εργατών , οπου γινόταν το έλα να δείς.

Οι βρακοφορεμένες με καλυμμένα  πρόσωπα και  κεφάλια  πομάκισσες δεν ήξεραν τι είναι βρύση και τουαλέτα  και έβλεπες  να παίρνουν το νερό από τη βρύση του νεροχύτη και να βγαίνουν στην χωμάτινη αυλή να πλύνουν τα  κατσαρολικά ,διότι δεν ήξεραν ότι τα νερά  του νεροχύτη είχαν σιφώνι κλπ κλπ

Η το αλλο  κάθε Σάββατο έπλεναν τα μικρά τους  σε μεγάλες λεκάνες στις χωμάτινες αυλές διότι δεν ήξεραν τι είναι το ντούζ και το φοβόντουσαν.

Αυτά  και αλλα πολλά , καλά και κακά, γινόντουσαν  από τους ξενομερίτες που πήγαν εκεί να δουλέψουν , αλλα τα πιό  άσχημα  είχαν να κάνουν κυρίως με τους ντόπιους Αργείτες  που είχαν ειδικότητα σε ολα τα κακά του κόσμου.
Μαλλον αυτό το " ΑΙΔΩΣ ΑΡΓΕΙΟΙ "   ίσχυε και ισχύει πάντα, και ας με συχωρέσουν γι΄αυτό κάποιο ντόπιοι.
Εμείς εκεί  πήγαμε  αγνά πρόβατα από τα χωριά μας και ακούγαμε καθημερινά  για ολα τα κακά του κόσμου.
Τι αιμομιξίες ,τι βιασμούς  και ξόρκια και αλκοολίκια. Επιβαρυμένο μέρος  η μήπως εκεί ειχαν μαζευτεί ολα τα αποβράσματα.  Δεν το έχω εξηγήσει ακόμη.

Ηταν ομως η αργολική γή και παραλία που σε μέθαγαν με την ομορφιά τους και σε έκαναν να ξεχνάς ολη την ανθρώπινη ασχήμια.

Εκείνο το τσαλαβούτημα  και περπάτημα κατά μήκος της παραλίας σε ομάδες που κάναμε ολα τα παιδιά ηταν αξέχαστα.
Τότε ηταν που κόντεψα να χάσω και τον αδελφό μου τον μικρό που μου τον είχαν αφήσει να τον προσέχω.
Παιδάκι εγώ  ,άντε  10 το πολύ χρόνων, και αυτό νήπιο 4 χρόνων.
Οπως χαζολαγάγαμε  στην παραλία μαζεύοντας πετρούλες και κοχύλια εγώ ξεχάσθηκα και το μικρό μου αδελφάκι περπάτησε και μπήκε στα άπατα.

Η θάλασσα λάδι ,πανέμορφη και λουσμένη στην απογευματινή λάμψη του ήλιου που έγερνε.
Κάποια στιγμή τον ψάχνω ανάμεσά μας και πουθενά . θυμάμαι τρελλάθηκα ,αρχισα να τρέχω κλαίγοντας περα δώθε  στην άκρη της θάλασσας .Πουθενά.
Αισθανόμουν ζαλάδα απ΄τον φόβο μου  και τότε μακριά, καμμία  20αριά μέτρα απόσταση, βλέπω στην ήρεμη  επιφάνεια της θάλασσας  το κεφαλάκι του  παιδιού να προσπαθεί να βγεί έξω από το νερό . Δεν ξέρω πως πέταξα σ΄αυτά τα 20 μέτρα και για πότε τον έβγαλα με την αγκαλιά μου έξω και έκλαιγα σφίγγοντάς τον για ώρες.
Λατρεία του είχα , ηταν και πανέμορφο παιδάκι.
Δεν μπόρεσα ομως να τον φροντίσω καθόλου , ουτε να τον βοηθήσω οταν μεγαλώσαμε ,  τον έχασα άδικα και πολύ νωρίς.





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ